- σκορπίζομαι
- σκορπίζομαι, σκορπίστηκα, σκορπισμένος βλ. πίν. 34
και πρβλ. σκορπιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγγελοσκορπίζομαι — σκορπίζομαι σε κομμάτια από τον άγγελο τού θανάτου, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + σκορπίζομαι] … Dictionary of Greek
ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] … Dictionary of Greek
κίδναμαι — (Α) (ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι μόνο στον ενεστ. και παρατ.) εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ αἶαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι] … Dictionary of Greek
κατασκίδναμαι — (Α) κατασκορπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκίδναμαι, αρχαιότερος τ. τού σκεδάννυμαι «σκορπίζομαι»] … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek
μυριοσκορπίζω — (Μ) (συν. το μέσ.) μυριοσκορπίζομαι σκορπίζομαι σε πάρα πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σκορπίζω] … Dictionary of Greek
μυριοσκορπώ — μυριοσκορπῶ, έω (Μ) (συν. το μέσ.) μυριοσκορποῡμαι, έομαι σκορπίζομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σκορπῶ] … Dictionary of Greek
περιδαπανώμαι — άομαι, Α δαπανώμαι, σκορπίζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαπανῶμαι (< δαπάνη)] … Dictionary of Greek
σκορπιέμαι — σκορπιέμαι, σκορπίστηκα, σκορπισμένος βλ. πίν. 173 και πρβλ. σκορπίζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής